↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάδυση οι αναδύσεις
      γενική της ανάδυσης* των αναδύσεων
    αιτιατική την ανάδυση τις αναδύσεις
     κλητική ανάδυση αναδύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναδύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανάδυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάδυ(σις) + -ση < ἀναδύομαι < ἀνά και δύομαι[1]
για τη μεταφορική σημασία <απόδοση για την αγγλική emergence[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈna.ði.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νά‐δυ‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανάδυση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναδύομαι, η άνοδος στην επιφάνεια (από το βυθό)
    ⮡  λέμε «η ανάδυση του δύτη» αλλά «η ανέλκυση του Τιτανικού»
    ⮡  τα υποβρύχια διαθέτουν σύστημα ανάδυσης
     αντώνυμα: κατάδυση
  2. (μεταφορικά) η σταδιακή εμφάνιση
    ⮡  η ανάδυση στο προσκήνιο
    ⮡  η ανάδυση μιας νέας ιδεολογίας
    ⮡  μετά την αποτοξίνωση της κόρης τους, οι γονείς της διαπίστωσαν σε εκείνην την ανάδυση μιας νέας προσωπικότητας

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ανάδυση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)