έκδυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έκδυση | οι | εκδύσεις |
γενική | της | έκδυσης* | των | εκδύσεων |
αιτιατική | την | έκδυση | τις | εκδύσεις |
κλητική | έκδυση | εκδύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκδύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έκδυση < αρχαία ελληνική έκδυση > εκδύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέκδυση θηλυκό
- αποβολή της ενδυμασίας
- (βιολογία) η απόρριψη του δέρματος (στα ερπετά) ή του κελύφους (στα αρθρόποδα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- έκδυση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΈκδυση ονομάζεται η διαδικασία κατά την οποία κάποια ζώα αποβάλουν το δέρμα τους ( ερπετά, έντομα , αρθρόποδα )