émergence
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.mɛʁ.ʒɑ̃s/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
émergence | émergences |
émergence (fr) θηλυκό
Δείτε επίσης : emergence |
ενικός | πληθυντικός |
émergence | émergences |
émergence (fr) θηλυκό