Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναδυόμενος η αναδυόμενη το αναδυόμενο
      γενική του αναδυόμενου της αναδυόμενης του αναδυόμενου
    αιτιατική τον αναδυόμενο την αναδυόμενη το αναδυόμενο
     κλητική αναδυόμενε αναδυόμενη αναδυόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναδυόμενοι οι αναδυόμενες τα αναδυόμενα
      γενική των αναδυόμενων των αναδυόμενων των αναδυόμενων
    αιτιατική τους αναδυόμενους τις αναδυόμενες τα αναδυόμενα
     κλητική αναδυόμενοι αναδυόμενες αναδυόμενα
Επίσης, θηλυκό η αναδυομένη (στην έκφραση 'αναδυομένη Αφροδίτη΄).
Μετακίνηση του τόνου είναι πιθανή
στις γενικές πτώσεις: του αναδυομένου, της αναδυομένης, των αναδυομένων
και την αιτιατική: τους αναδυομένους.
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναδυόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αναδύομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.ðiˈo.me.nos/

  Μετοχή επεξεργασία

αναδυόμενος, -η, -ο

  1. που αναδύεται, που ξεπροβάλλει μέσα από το νερό
    παράσταση της αναδυομένης Αφροδίτης
  2. που ξεπροβάλλει, που αρχίζει τωρα να αναπτύσσεται σημαντικά, να μεγαλώνει σε μέγεθος και σημασία
    οι αναδυόμενες αγορές της ΝΑ Ασίας

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία