↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριμηνιαίος η τριμηνιαία το τριμηνιαίο
      γενική του τριμηνιαίου της τριμηνιαίας του τριμηνιαίου
    αιτιατική τον τριμηνιαίο την τριμηνιαία το τριμηνιαίο
     κλητική τριμηνιαίε τριμηνιαία τριμηνιαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριμηνιαίοι οι τριμηνιαίες τα τριμηνιαία
      γενική των τριμηνιαίων των τριμηνιαίων των τριμηνιαίων
    αιτιατική τους τριμηνιαίους τις τριμηνιαίες τα τριμηνιαία
     κλητική τριμηνιαίοι τριμηνιαίες τριμηνιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριμηνιαίος < τρι- + μηνιαίος

  Επίθετο

επεξεργασία

τριμηνιαίος -α -ο

  • που συμβαίνει κάθε τρεις μήνες
  • τριμηνιαίο περιοδικό (αυτό που εκδίδεται κάθε τρεις μήνες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία