trimestriel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- trimestriel < trimestre
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tʁi.mɛs.tri.jɛl/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | trimestriel | trimestriels |
θηλυκό | trimestrielle | trimestrielles |
trimestriel (fr) αρσενικό
- une revue trimestrielle - ένα τριμηνιαίο περιοδικό