lodge
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | lodge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lodges |
αόριστος | lodged |
παθητική μετοχή | lodged |
ενεργητική μετοχή | lodging |
lodge (en)
- (μεταβατικό, επίσημο) υποβάλλω, κάνω επίσημη δήλωση για κάτι σε δημόσιο οργανισμό ή αρχή
- ⮡ He lodged a claim for damages.
- Υπέβαλε αξίωση για αποζημίωση.
- ⮡ She lodged an appeal to a higher court.
- Έκανε έφεση σε ανώτερο δικαστήριο.
- ⮡ He lodged a claim for damages.
- (μεταβατικό) στεγάζω, παρέχω σε κάποιον ένα μέρος για να κοιμηθεί ή να ζήσει