Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
lodge lodges

lodge (en)

ενεστώτας lodge
γ΄ ενικό ενεστώτα lodges
αόριστος lodged
παθητική μετοχή lodged
ενεργητική μετοχή lodging

lodge (en)

  1. (μεταβατικό, επίσημο) υποβάλλω, κάνω επίσημη δήλωση για κάτι σε δημόσιο οργανισμό ή αρχή
    ⮡  He lodged a claim for damages.
    Υπέβαλε αξίωση για αποζημίωση.
    ⮡  She lodged an appeal to a higher court.
    Έκανε έφεση σε ανώτερο δικαστήριο.
  2. (μεταβατικό) στεγάζω, παρέχω σε κάποιον ένα μέρος για να κοιμηθεί ή να ζήσει
    ⮡  We can’t lodge all these people.
    Δε μπορούμε να στεγάσουμε όλον αυτόν τον κόσμο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη shelter