take in
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | take in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | takes in |
αόριστος | took in |
παθητική μετοχή | taken in |
ενεργητική μετοχή | taking in |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαtake in (en)
- (μεταβατικό) αναλαμβάνω, επιτρέπω κάποιον να μείνει στο σπίτι μου
- ↪ He was left orphaned at 12, but his uncle took him in.
- Έμεινε ορφανός στα 12, αλλά τον ανέλαβε ο θείος του.
- ↪ He was left orphaned at 12, but his uncle took him in.
- (συνήθως στην παθητική φωνή) ρίχνω, κάνω κάποιον να πιστέψει κάτι που δεν είναι αλήθεια
- (μεταβατικό) θαυμάζω, απολαμβάνω ή εκτιμώ κάτι
Πηγές
επεξεργασία- take in - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω