ενεστώτας take in
γ΄ ενικό ενεστώτα takes in
αόριστος took in
παθητική μετοχή taken in
ενεργητική μετοχή taking in

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις take και in

take in (en)

  1. (μεταβατικό) αναλαμβάνω, επιτρέπω κάποιον να μείνει στο σπίτι μου
    He was left orphaned at 12, but his uncle took him in.
    Έμεινε ορφανός στα 12, αλλά τον ανέλαβε ο θείος του.
  2. (συνήθως στην παθητική φωνή) ρίχνω, κάνω κάποιον να πιστέψει κάτι που δεν είναι αλήθεια
    Don’t let yourself be taken in by his big/fine words.
    Μην αφήσεις να σε ρίξει με τα παχιά/ωραία του λόγια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη deceive
  3. (μεταβατικό) θαυμάζω, απολαμβάνω ή εκτιμώ κάτι
    We stood and took in the landscape.
    Σταθήκαμε να θαυμάσουμε το τοπίο.
    He sat in the garden taking in the warm spring sunshine.
    Καθόταν στον κήπο κι απολάμβανε τη ζέστη ανοιξιάτικη λιακάδα.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις admire και enjoy