Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας admire
γ΄ ενικό ενεστώτα admires
αόριστος admired
παθητική μετοχή admired
ενεργητική μετοχή admiring

  Ρήμα επεξεργασία

admire (en)

  • (μεταβατικό) θαυμάζω, σέβομαι κάποιον για αυτό που έχει κάνει ή για τις ιδιότητές του
    She admires you.
    Σε θαυμάζει.
    He greatly admires your work.
    Θαυμάζει πολύ το έργο σου.

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ad.miʁ/

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

admire (fr), από το ρήμα admirer

  1. στο πρώτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής
  2. στο τρίτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής
  3. στο δεύτερο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της προστακτικής

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία