ενικός         πληθυντικός  
airport airports

  Ετυμολογία

επεξεργασία

airport < air + port (μαρτυρείται από το 1902)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɛə.pɔːt/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

airport (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. airport, στο λεξικό Merriam-Webster