Ετυμολογία

επεξεργασία
aerodrome < aero- + -drome[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aerodrome aerodromes

aerodrome (en)

Αναφορές

επεξεργασία
  1. aerodrome - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)