ενικός         πληθυντικός  
backboard backboards

  Ετυμολογία

επεξεργασία
backboard < back + board

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

backboard (en)

  • (αθλητισμός) το ταμπλό, τετράγωνο πλαίσιο επάνω στο οποίο προσαρμόζεται το καλάθι του μπάσκετ
    ⮡  The ball hit the backboard before going into the basket.
    Η μπάλα χτύπησε στο ταμπλό, πριν μπει στο καλάθι.