Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεμπουκάρω < ξε- + μπουκάρω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεμπουκάρω, πρτ.: ξεμπούκαρα, στ.μέλλ.: θα ξεμπουκάρω, αόρ.: ξεμπουκάρισα

  Μεταφράσεις επεξεργασία