Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουκάρισμα τα μπουκαρίσματα
      γενική του μπουκαρίσματος των μπουκαρισμάτων
    αιτιατική το μπουκάρισμα τα μπουκαρίσματα
     κλητική μπουκάρισμα μπουκαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουκάρισμα < μπουκάρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουκάρισμα ουδέτερο

  • η ενέργεια αλλά και το αποτέλεσμα του μπουκάρω, η έφοδος, το να ορμούν σε κλειστό ή περιφραγμένο χώρο πολλοί άνθρωποι μαζί

  Μεταφράσεις επεξεργασία