μπουκάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπουκάρισμα < μπουκάρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπουκάρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια αλλά και το αποτέλεσμα του μπουκάρω, η έφοδος, το να ορμούν σε κλειστό ή περιφραγμένο χώρο πολλοί άνθρωποι μαζί
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπουκάρισμα
|