Ετυμολογία

επεξεργασία
βουλώνω < βούλα

βουλώνω

  1. (μεταβατικό) κλείνω στεγανά ένα δοχείο χρησιμοποιώντας ένα βούλωμα
  2. (μεταβατικό) γεμίζω ένα κενό χρησιμοποιώντας κάποιο υλικό
    ⮡  ο μπογιατζής προσπαθούσε να βουλώσει με στόκο μια μεγάλη τρύπα
    ⮡  κάνουμε οικονομία για να βουλώσουμε καμιά τρύπα
  3. (αμετάβατο) για αγωγό που είναι φραγμένος σε κάποιο σημείο
    ⮡  βούλωσε ο νεροχύτης και έφτασαν τα νερά στο διάδρομο
    ⮡  βουλώνουν τα αφτιά μου: υπάρχει υγρό στον ακουστικό πόρο και δεν ακούω καλά
  4. (μεταφορικά) κάνω κάποιον να σταματήσει να μιλάει εναντίον μου
    πρέπει να βουλώσουμε μερικά στόματα
  5. υβριστικό, αγενές) σταματάω να μιλάω, σωπαίνω, σκάω, βγάζω το σκασμό (με την αντωνυμία «το» εννοείται το «στόμα»)
    ⮡  θα το βουλώσεις επιτέλους;

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία