ξεβουλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεβουλώνω
- αφαιρώ το βούλωμα
- αφαιρώ το πώμα
- (για σιφόνια, νεροχύτες, νυπτήρες, μπανιέρες και γενικά για την αποχέτευση) αφαιρώ με ειδική τρόμπα τα ξένα σώματα που στουμπώνονται κατά καιρούς μέσα στους σωλήνες και τους φράζουν
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βουλώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεβουλώνω | ξεβούλωνα | θα ξεβουλώνω | να ξεβουλώνω | ξεβουλώνοντας | |
β' ενικ. | ξεβουλώνεις | ξεβούλωνες | θα ξεβουλώνεις | να ξεβουλώνεις | ξεβούλωνε | |
γ' ενικ. | ξεβουλώνει | ξεβούλωνε | θα ξεβουλώνει | να ξεβουλώνει | ||
α' πληθ. | ξεβουλώνουμε | ξεβουλώναμε | θα ξεβουλώνουμε | να ξεβουλώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεβουλώνετε | ξεβουλώνατε | θα ξεβουλώνετε | να ξεβουλώνετε | ξεβουλώνετε | |
γ' πληθ. | ξεβουλώνουν(ε) | ξεβούλωναν ξεβουλώναν(ε) |
θα ξεβουλώνουν(ε) | να ξεβουλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεβούλωσα | θα ξεβουλώσω | να ξεβουλώσω | ξεβουλώσει | ||
β' ενικ. | ξεβούλωσες | θα ξεβουλώσεις | να ξεβουλώσεις | ξεβούλωσε | ||
γ' ενικ. | ξεβούλωσε | θα ξεβουλώσει | να ξεβουλώσει | |||
α' πληθ. | ξεβουλώσαμε | θα ξεβουλώσουμε | να ξεβουλώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεβουλώσατε | θα ξεβουλώσετε | να ξεβουλώσετε | ξεβουλώστε | ||
γ' πληθ. | ξεβούλωσαν ξεβουλώσαν(ε) |
θα ξεβουλώσουν(ε) | να ξεβουλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεβουλώσει | είχα ξεβουλώσει | θα έχω ξεβουλώσει | να έχω ξεβουλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεβουλώσει | είχες ξεβουλώσει | θα έχεις ξεβουλώσει | να έχεις ξεβουλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεβουλώσει | είχε ξεβουλώσει | θα έχει ξεβουλώσει | να έχει ξεβουλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεβουλώσει | είχαμε ξεβουλώσει | θα έχουμε ξεβουλώσει | να έχουμε ξεβουλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεβουλώσει | είχατε ξεβουλώσει | θα έχετε ξεβουλώσει | να έχετε ξεβουλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεβουλώσει | είχαν ξεβουλώσει | θα έχουν ξεβουλώσει | να έχουν ξεβουλώσει |
|