boucher
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | boucher | bouchers |
θηλυκό | bouchère | bouchères |
boucher (fr)
Ρήμα
επεξεργασίαboucher (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | boucher | bouchers |
θηλυκό | bouchère | bouchères |
boucher (fr)
boucher (fr)