Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταπώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ταπώνω

  1. κλείνω ένα δοχείο με τάπα
  2. (μεταφορικά) αποστομώνω κάποιον με ένα δυνατό επιχείρημα
  3. (αθλητισμός) κάνω τάπα σε αντίπαλο στο μπάσκετ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία