ταπώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ταπώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασία
ταπώνω
- κλείνω ένα δοχείο με τάπα
- (μεταφορικά) αποστομώνω κάποιον με ένα δυνατό επιχείρημα
- (αθλητισμός) κάνω τάπα σε αντίπαλο στο μπάσκετ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ταπώνω | τάπωνα | θα ταπώνω | να ταπώνω | ταπώνοντας | |
β' ενικ. | ταπώνεις | τάπωνες | θα ταπώνεις | να ταπώνεις | τάπωνε | |
γ' ενικ. | ταπώνει | τάπωνε | θα ταπώνει | να ταπώνει | ||
α' πληθ. | ταπώνουμε | ταπώναμε | θα ταπώνουμε | να ταπώνουμε | ||
β' πληθ. | ταπώνετε | ταπώνατε | θα ταπώνετε | να ταπώνετε | ταπώνετε | |
γ' πληθ. | ταπώνουν(ε) | τάπωναν ταπώναν(ε) |
θα ταπώνουν(ε) | να ταπώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τάπωσα | θα ταπώσω | να ταπώσω | ταπώσει | ||
β' ενικ. | τάπωσες | θα ταπώσεις | να ταπώσεις | τάπωσε | ||
γ' ενικ. | τάπωσε | θα ταπώσει | να ταπώσει | |||
α' πληθ. | ταπώσαμε | θα ταπώσουμε | να ταπώσουμε | |||
β' πληθ. | ταπώσατε | θα ταπώσετε | να ταπώσετε | ταπώστε | ||
γ' πληθ. | τάπωσαν ταπώσαν(ε) |
θα ταπώσουν(ε) | να ταπώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ταπώσει | είχα ταπώσει | θα έχω ταπώσει | να έχω ταπώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ταπώσει | είχες ταπώσει | θα έχεις ταπώσει | να έχεις ταπώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ταπώσει | είχε ταπώσει | θα έχει ταπώσει | να έχει ταπώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ταπώσει | είχαμε ταπώσει | θα έχουμε ταπώσει | να έχουμε ταπώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ταπώσει | είχατε ταπώσει | θα έχετε ταπώσει | να έχετε ταπώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ταπώσει | είχαν ταπώσει | θα έχουν ταπώσει | να έχουν ταπώσει |
|