αποστομώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποστομώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποστομόω / ἀποστομῶ + -ώνω
Ρήμα
επεξεργασίααποστομώνω (παθητική φωνή: αποστομώνομαι)
- οδηγώ κάποιον, με τα επιχειρήματα που λέω, στο να μην μπορεί να απαντήσει ή να συνεχίσει να υποστηρίζει τη θέση του
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποστομώνω | αποστόμωνα | θα αποστομώνω | να αποστομώνω | αποστομώνοντας | |
β' ενικ. | αποστομώνεις | αποστόμωνες | θα αποστομώνεις | να αποστομώνεις | αποστόμωνε | |
γ' ενικ. | αποστομώνει | αποστόμωνε | θα αποστομώνει | να αποστομώνει | ||
α' πληθ. | αποστομώνουμε | αποστομώναμε | θα αποστομώνουμε | να αποστομώνουμε | ||
β' πληθ. | αποστομώνετε | αποστομώνατε | θα αποστομώνετε | να αποστομώνετε | αποστομώνετε | |
γ' πληθ. | αποστομώνουν(ε) | αποστόμωναν αποστομώναν(ε) |
θα αποστομώνουν(ε) | να αποστομώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποστόμωσα | θα αποστομώσω | να αποστομώσω | αποστομώσει | ||
β' ενικ. | αποστόμωσες | θα αποστομώσεις | να αποστομώσεις | αποστόμωσε | ||
γ' ενικ. | αποστόμωσε | θα αποστομώσει | να αποστομώσει | |||
α' πληθ. | αποστομώσαμε | θα αποστομώσουμε | να αποστομώσουμε | |||
β' πληθ. | αποστομώσατε | θα αποστομώσετε | να αποστομώσετε | αποστομώστε | ||
γ' πληθ. | αποστόμωσαν αποστομώσαν(ε) |
θα αποστομώσουν(ε) | να αποστομώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποστομώσει | είχα αποστομώσει | θα έχω αποστομώσει | να έχω αποστομώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποστομώσει | είχες αποστομώσει | θα έχεις αποστομώσει | να έχεις αποστομώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποστομώσει | είχε αποστομώσει | θα έχει αποστομώσει | να έχει αποστομώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποστομώσει | είχαμε αποστομώσει | θα έχουμε αποστομώσει | να έχουμε αποστομώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποστομώσει | είχατε αποστομώσει | θα έχετε αποστομώσει | να έχετε αποστομώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποστομώσει | είχαν αποστομώσει | θα έχουν αποστομώσει | να έχουν αποστομώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποστομώνομαι | αποστομωνόμουν(α) | θα αποστομώνομαι | να αποστομώνομαι | ||
β' ενικ. | αποστομώνεσαι | αποστομωνόσουν(α) | θα αποστομώνεσαι | να αποστομώνεσαι | ||
γ' ενικ. | αποστομώνεται | αποστομωνόταν(ε) | θα αποστομώνεται | να αποστομώνεται | ||
α' πληθ. | αποστομωνόμαστε | αποστομωνόμαστε αποστομωνόμασταν |
θα αποστομωνόμαστε | να αποστομωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αποστομώνεστε | αποστομωνόσαστε αποστομωνόσασταν |
θα αποστομώνεστε | να αποστομώνεστε | (αποστομώνεστε) | |
γ' πληθ. | αποστομώνονται | αποστομώνονταν αποστομωνόντουσαν |
θα αποστομώνονται | να αποστομώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποστομώθηκα | θα αποστομωθώ | να αποστομωθώ | αποστομωθεί | ||
β' ενικ. | αποστομώθηκες | θα αποστομωθείς | να αποστομωθείς | αποστομώσου | ||
γ' ενικ. | αποστομώθηκε | θα αποστομωθεί | να αποστομωθεί | |||
α' πληθ. | αποστομωθήκαμε | θα αποστομωθούμε | να αποστομωθούμε | |||
β' πληθ. | αποστομωθήκατε | θα αποστομωθείτε | να αποστομωθείτε | αποστομωθείτε | ||
γ' πληθ. | αποστομώθηκαν αποστομωθήκαν(ε) |
θα αποστομωθούν(ε) | να αποστομωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποστομωθεί | είχα αποστομωθεί | θα έχω αποστομωθεί | να έχω αποστομωθεί | αποστομωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποστομωθεί | είχες αποστομωθεί | θα έχεις αποστομωθεί | να έχεις αποστομωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποστομωθεί | είχε αποστομωθεί | θα έχει αποστομωθεί | να έχει αποστομωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποστομωθεί | είχαμε αποστομωθεί | θα έχουμε αποστομωθεί | να έχουμε αποστομωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποστομωθεί | είχατε αποστομωθεί | θα έχετε αποστομωθεί | να έχετε αποστομωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποστομωθεί | είχαν αποστομωθεί | θα έχουν αποστομωθεί | να έχουν αποστομωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποστομωμένος - είμαστε, είστε, είναι αποστομωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποστομωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποστομωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποστομωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποστομωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποστομωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποστομωμένοι |