αποστομωτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποστομωτικά < αποστομωτικός
Επίρρημα
επεξεργασίααποστομωτικά
- με τρόπο που εξαναγκάζει κάποιον να σιωπήσει, που δεν του αφήνει περιθώριο να αντιδράσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποστομωτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααποστομωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποστομωτικό