Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χασάπης οι χασάπηδες
      γενική του χασάπη των χασάπηδων
    αιτιατική τον χασάπη τους χασάπηδες
     κλητική χασάπη χασάπηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χασάπης < (άμεσο δάνειο) τουρκική kasap + -ης < αραβική قصاب (qaṣṣāb) < αραμαϊκή קצבא / ܩܰܨܳܒܳܐ (qaṣṣābā)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: αρωμουνικά: hãsap

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xaˈsa.pis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐σά‐πης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χασάπης αρσενικό (θηλυκό χασάπισσα)

  1. (επάγγελμα) ο κρεοπώλης
  2. (μεταφορικά) ο σφαγιαστής ανθρώπων
  3. (μεταφορικά) ο κακός γιατρός, ιδίως ο χειρουργός που ευθύνεται για θανάτους ασθενών
  4. (μεταφορικά) ο μηχανικός προβολής κινηματογραφικών ταινιών που έχει κόψει σημαντικά τμήματα από μια ταινία ή δεν καδράρει σωστά, με αποτέλεσμα να χάνεται ένα μέρος του πλάνου, ιδίως αυτό που περιέχει τους υπότιτλους
    Χασάπη, γράμματα!

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

επώνυμα:

  Μεταφράσεις επεξεργασία