χασαποταβέρνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχασαποταβέρνα θηλυκό
- είδος καταστήματος που περιλαμβάνει χασάπικο και ταβέρνα στον ίδιο χώρο, ή ταβέρνα που ο ιδιοκτήτης της διατηρούσε χασάπικο δίπλα ακριβώς, συνηθισμένο φαινόμενο σε μικρές κοινότητες παλιότερα
- ταβέρνα που έχει σαν κύριο γεύμα ψητά κρέατα
Μεταφράσεις
επεξεργασία χασαποταβέρνα
|