Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χασαποταβέρνα οι χασαποταβέρνες
      γενική της χασαποταβέρνας των χασαποταβερνών
    αιτιατική τη χασαποταβέρνα τις χασαποταβέρνες
     κλητική χασαποταβέρνα χασαποταβέρνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χασαποταβέρνα < χασάπ(ης) + -ο- + ταβέρνα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χασαποταβέρνα θηλυκό

  1. είδος καταστήματος που περιλαμβάνει χασάπικο και ταβέρνα στον ίδιο χώρο, ή ταβέρνα που ο ιδιοκτήτης της διατηρούσε χασάπικο δίπλα ακριβώς, συνηθισμένο φαινόμενο σε μικρές κοινότητες παλιότερα
  2. ταβέρνα που έχει σαν κύριο γεύμα ψητά κρέατα

  Μεταφράσεις επεξεργασία