Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χασαπόχαρτο τα χασαπόχαρτα
      γενική του χασαπόχαρτου των χασαπόχαρτων
    αιτιατική το χασαπόχαρτο τα χασαπόχαρτα
     κλητική χασαπόχαρτο χασαπόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χασαπόχαρτο < χασάπ(ης) + -ό- + χαρτ(ί) + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χασαπόχαρτο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία