χασαπόχαρτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χασαπόχαρτο ουδέτερο
- ειδικό, σκληρό χαρτί (κατά κανόνα και με εσωτερική επένδυση λεπτής μεμβράνης), που χρησιμοποιείται για το τύλιγμα του κρέατος· (κυριολεκτικά) το χαρτί των χασάπηδων, των κρεοπωλών
Μεταφράσεις επεξεργασία
χασαπόχαρτο
|