↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χασαπιό τα χασαπιά
      γενική του χασαπιού των χασαπιών
    αιτιατική το χασαπιό τα χασαπιά
     κλητική χασαπιό χασαπιά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χασαπιό < χασάπης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χασαπιό ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία