κρεοπωλείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρεοπωλείο < ελληνιστική κοινή κρεοπωλεῖον < αρχαία ελληνική κρέας + πωλέω, αναλύεται κρεο- + -πωλείο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾe.o.poˈli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρε‐ο‐πω‐λεί‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρεοπωλείο ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρεοπωλείο