κρεοπωλεῖον
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρεοπωλεῖον < κρεο- + -πωλεῖον, (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κρεοπωλεῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρεοπωλεῖον ουδέτερο
- το κρεοπωλείο
- ※ (γραφή στην έκδοση: κρεωπωλεῖον) Πατριαρχικά Έγγραφα, ⌘ Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 3, [1]
- 1634 […] τὸ κρεωπωλεῖον αὐτοῦ τὸ πλησίον τοῦ Κάστρου παρὰ τὴν γέφυραν
- άλλες μορφές: κρεοπώλιον
- ※ (γραφή στην έκδοση: κρεωπωλεῖον) Πατριαρχικά Έγγραφα, ⌘ Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 3, [1]
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κρεοπωλεῖον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κρεοπωλεῖον σελ.4123 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κρεοπωλεῖον | τὰ | κρεοπωλεῖᾰ | ||||
γενική | τοῦ | κρεοπωλείου | τῶν | κρεοπωλείων | ||||
δοτική | τῷ | κρεοπωλείῳ | τοῖς | κρεοπωλείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | κρεοπωλεῖον | τὰ | κρεοπωλεῖᾰ | ||||
κλητική ὦ! | κρεοπωλεῖον | κρεοπωλεῖᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρεοπωλείω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κρεοπωλείοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακρεοπωλεῖον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (σε λεξικό) συνώνυμο του κρεοπώλιον, σε γλώσσα του Ησύχιου: το κρεοπωλείο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κρεοπώλης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.