μαγειρεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μαγειρεῖον | τὰ | μαγειρεῖᾰ |
γενική | τοῦ | μαγειρείου | τῶν | μαγειρείων |
δοτική | τῷ | μαγειρείῳ | τοῖς | μαγειρείοις |
αιτιατική | τὸ | μαγειρεῖον | τὰ | μαγειρεῖᾰ |
κλητική ὦ! | μαγειρεῖον | μαγειρεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαγειρείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μαγειρείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαγειρεῖον, ήδη τον 4ο αιώνα στον Αριστοτέλη < μάγειρ(ος) + -εῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαγειρεῖον ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη μάγειρος
Πηγές
επεξεργασία- μαγειρεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μαγειρεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.