Χασάπης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Χασάπης < από επάγγελμα χασάπης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΧασάπης αρσενικό (θηλυκό Χασάπη)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε και τη λέξη χασάπης
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]