χασάπισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχασάπισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) η κρεοπώλισσα, γυναίκα που διατηρεί χασάπικο (κρεοπωλείο)
- η γυναίκα του χασάπη
Μεταφράσεις
επεξεργασία χασάπισσα
|
χασάπισσα θηλυκό
|