Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρεοπώλισσα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κρεοπώλισσ
α
οι
κρεοπώλισσ
ες
γενική
της
κρεοπώλισσ
ας
των
κρεοπωλισσ
ών
αιτιατική
την
κρεοπώλισσ
α
τις
κρεοπώλισσ
ες
κλητική
κρεοπώλισσ
α
κρεοπώλισσ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κρεοπώλισσα
<
κρεοπώλης
+ κατάληξη θηλυκού
-ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κρεοπώλισσα
θηλυκό
(
επάγγελμα
) γυναίκα που διατηρεί
κρεοπωλείο
Συνώνυμα
επεξεργασία
χασάπισσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρεοπώλισσα
γαλλικά
:
bouchère
(fr)