Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κασαπόπουλος οι Κασαπόπουλοι
Κασαποπουλαίοι1
      γενική του Κασαπόπουλου
Κασαποπούλου
των Κασαπόπουλων2
Κασαποπουλαίων
    αιτιατική τον Κασαπόπουλο τους Κασαπόπουλους3
Κασαποπουλαίους
     κλητική Κασαπόπουλε Κασαπόπουλοι
Κασαποπουλαίοι
 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι.
 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Κασαποπούλων
 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Κασαποπούλους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κασαπόπουλος < Κασάπ(ης) + -όπουλος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κασαπόπουλος αρσενικό (θηλυκό Κασαποπούλου)

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε και τη λέξη χασάπης

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία