Δείτε επίσης: -όπουλλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -όπουλος οι -όπουλοι
-οπουλαίοι1
      γενική του -όπουλου
-οπούλου
των -όπουλων2
-οπουλαίων
    αιτιατική τον -όπουλο τους -όπουλους3
-οπουλαίους
     κλητική -όπουλε -όπουλοι
-οπουλαίοι
 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι.
 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: -οπούλων
 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: -οπούλους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-όπουλος < μεσαιωνική ελληνική -όπουλος < ελληνιστική κοινή ποῦλλος / ποῦλος < λατινική pullus [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈo.pu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ό‐που‐λος

  Επίθημα επεξεργασία

-όπουλος αρσενικό (θηλυκό -οπούλου)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

κατάληξη ελληνικών επωνύμων:

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.