Λατινόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λατινόπουλος | οι | Λατινόπουλοι & Λατινοπουλαίοι1 |
γενική | του | Λατινόπουλου & Λατινοπούλου |
των | Λατινόπουλων2 & Λατινοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Λατινόπουλο | τους | Λατινόπουλους3 & Λατινοπουλαίους |
κλητική | Λατινόπουλε | Λατινόπουλοι & Λατινοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Λατινοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Λατινοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΛατινόπουλος αρσενικό (θηλυκό Λατινοπούλου)