Κασάπογλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Κασάπογλου | οι | Κασάπογλοι & Κασαπογλαίοι |
οι | Κασάπογλου |
γενική | του/της | Κασάπογλου | των | Κασάπογλων & Κασαπογλαίων |
των | Κασάπογλου |
αιτιατική | τον/την | Κασάπογλου | τους | Κασάπογλους & Κασαπογλαίους |
τους/τις | Κασάπογλου |
κλητική | Κασάπογλου | Κασάπογλοι & Κασαπογλαίοι |
Κασάπογλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κασάπογλου < προέλευσης από την οθωμανική τουρκική ?, στην τουρκική γλώσσα Kasapoğlu, Κασάπ(ης) + -ογλου (κυριολεκτικά: ο γιος του χασάπη)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚασάπογλου αρσενικό ή θηλυκό (και ως άκλιτο)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- → δείτε και τη λέξη χασάπης