μακελάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μακελάρης < μεσαιωνική ελληνική μακελλάρης < μακελλάριος < λατινική macellarius < αρχαία ελληνική μάκελλον (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μακελάρης αρσενικό
- ο χασάπης
- (κατ’ επέκταση) ο σφαγέας (ανθρώπων)