Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μακέλεμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Συνώνυμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μακέλεμα
τα
μακελέμα
τ
α
γενική
του
μακελέμα
τ
ος
των
μακελεμά
τ
ων
αιτιατική
το
μακέλεμα
τα
μακελέμα
τ
α
κλητική
μακέλεμα
μακελέμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μακέλεμα
<
μεσαιωνική ελληνική
μακέλεμα <
μακελεύω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μακέλεμα
ουδέτερο
το αποτέλεσμα και η ενέργεια του μακελεύω, η
σφαγή
ζώων ή ανθρώπων
Συνώνυμα
επεξεργασία
μακελειό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μακέλεμα
αγγλικά
:
carnage
(en)
γαλλικά
:
carnage
(fr)
,
tuerie
(fr)
,
massacre
(fr)
,
boucherie
(fr)
ιταλικά
:
mandragora
(it)