Ουσιαστικό

επεξεργασία

massacre (en)

massacre (en)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
massacre massacres

massacre (fr) αρσενικό

  1. η σφαγή, το μακελειό, το μακέλεμα
  2. κέρατο από ελάφι, μαζί με το κόκκαλο που το υποστηρίζει
  3. ο σφαγιασμός, ο αφανισμός ενός είδους
  4. ο χαλασμός, η άτσαλη καταστροφή ενός αντικειμένου

Συγγενικά

επεξεργασία