Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαλασμός οι χαλασμοί
      γενική του χαλασμού των χαλασμών
    αιτιατική τον χαλασμό τους χαλασμούς
     κλητική χαλασμέ χαλασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλασμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλασμός ουδέτερο

  1. (σπάνιο) το χάλασμα
  2. η μεγάλη αναστάτωση, φασαρία (που καμιά φορά περιλαμβάνει και καταστροφές)

Εκφράσεις επεξεργασία

  • γίνεται χαλασμός, γίνεται χαλασμός Κυρίουδείτε την έκφραση: χαλάει ο κόσμος

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλασμός < χαλάω, -ῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλασμός αρσενικό

  1. το χαλάρωμα

Ταυτόσημο επεξεργασία