χαλασμός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαλασμός | οι | χαλασμοί |
γενική | του | χαλασμού | των | χαλασμών |
αιτιατική | τον | χαλασμό | τους | χαλασμούς |
κλητική | χαλασμέ | χαλασμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χαλασμός < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χαλασμός ουδέτερο
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- γίνεται χαλασμός, γίνεται χαλασμός Κυρίου → δείτε την έκφραση: χαλάει ο κόσμος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χαλασμός
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χαλασμός αρσενικό
- το χαλάρωμα