ενικός         πληθυντικός  
tuerie tueries

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tuerie (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) ιδιωτικό σφαγείο
  2. (οικείο) το μακελειό, ο σκοτωμός, το μακέλεμα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη tuer