tuerie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tuerie | tueries |
Ουσιαστικό επεξεργασία
tuerie (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) ιδιωτικό σφαγείο
- (οικείο) το μακελειό, ο σκοτωμός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη tuer
ενικός | πληθυντικός |
tuerie | tueries |
tuerie (fr) θηλυκό