Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεφράζω < μεσαιωνική ελληνική < από το ἐξέφρασσον, αόριστο του < ελληνιστικού ή ίσως και μεταγενέστερου ἐκφράσσω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεφράζω

  1. ξεβουλώνω νεροχύτη ή άλλες υδραυλικές εγκαταστάσεις που έχουν φραγεί
  2. απομακρύνω ένα φράγμα που είχε τοποθετηθεί σκόπιμα κατά το παρελθόν, όπως π.χ. ένα φράχτη

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία