ξεφραγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεφραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεφράζω
Μετοχή επεξεργασία
ξεφραγμένος, -η, -ο
- που τον έχουν ξεφράξει, έχουν βγάλει το φράγμα (π.χ. σε οικόπεδο) ή το εμπόδιο (π.χ. σε αγωγό)
- ξέφραγος, ελεύθερος για όλους
- → δείτε τη λέξη ξεφράζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεφραγμένος
|