↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεφραγμένος η ξεφραγμένη το ξεφραγμένο
      γενική του ξεφραγμένου της ξεφραγμένης του ξεφραγμένου
    αιτιατική τον ξεφραγμένο την ξεφραγμένη το ξεφραγμένο
     κλητική ξεφραγμένε ξεφραγμένη ξεφραγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεφραγμένοι οι ξεφραγμένες τα ξεφραγμένα
      γενική των ξεφραγμένων των ξεφραγμένων των ξεφραγμένων
    αιτιατική τους ξεφραγμένους τις ξεφραγμένες τα ξεφραγμένα
     κλητική ξεφραγμένοι ξεφραγμένες ξεφραγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεφραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεφράζω

ξεφραγμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν ξεφράξει, έχουν βγάλει το φράγμα (π.χ. σε οικόπεδο) ή το εμπόδιο (π.χ. σε αγωγό)
  2. ξέφραγος, ελεύθερος για όλους
  3. → δείτε τη λέξη ξεφράζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία