Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σίγηση οι σιγήσεις
      γενική της σίγησης* των σιγήσεων
    αιτιατική τη σίγηση τις σιγήσεις
     κλητική σίγηση σιγήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σιγήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σίγηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σίγηση θηλυκό

  1. η ενέργεια του σιγώ
  2. η παύση της προφοράς ενός φθόγγου

  Μεταφράσεις επεξεργασία