Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σιγήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σιγώ
  2. θα σιγήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σιγώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

σιγήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σίγηση