σιγήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασιγήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σιγώ
- θα σιγήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σιγώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίασιγήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σίγηση