Ετυμολογία

επεξεργασία
συνωστίζομαι < συν- + αρχαία ελληνική ὠστίζομαι, επιτατικό τού ὠθέομαι / ὠθοῦμαι, παθητική φωνή του ρήματος ὠθέω / ὠθῶ

συνωστίζομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία