συνωστίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνωστίζομαι < συν- + αρχαία ελληνική ὠστίζομαι, επιτατικό τού ὠθέομαι / ὠθοῦμαι, παθητική φωνή του ρήματος ὠθέω / ὠθῶ
Ρήμα
επεξεργασίασυνωστίζομαι
- στριμώχνομαι σ’ έναν περιορισμένο σχετικά χώρο σπρώχνοντας άλλους και δεχόμενος σπρωξιές
- ⮡ πολύς κόσμος συνωστίζεται στα καταστήματα λόγω των εκπτώσεων
Συγγενικά
επεξεργασία- συνωστισμένος
- συνωστισμός
- → δείτε τις λέξεις συν, σύν, ωθώ και ὠθέω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνωστίζομαι | συνωστιζόμουν(α) | θα συνωστίζομαι | να συνωστίζομαι | συνωστιζόμενος | |
β' ενικ. | συνωστίζεσαι | συνωστιζόσουν(α) | θα συνωστίζεσαι | να συνωστίζεσαι | (συνωστίζου) | |
γ' ενικ. | συνωστίζεται | συνωστιζόταν(ε) | θα συνωστίζεται | να συνωστίζεται | ||
α' πληθ. | συνωστιζόμαστε | συνωστιζόμαστε συνωστιζόμασταν |
θα συνωστιζόμαστε | να συνωστιζόμαστε | ||
β' πληθ. | συνωστίζεστε | συνωστιζόσαστε συνωστιζόσασταν |
θα συνωστίζεστε | να συνωστίζεστε | (συνωστίζεστε) | |
γ' πληθ. | συνωστίζονται | συνωστίζονταν συνωστιζόντουσαν |
θα συνωστίζονται | να συνωστίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνωστίστηκα | θα συνωστιστώ | να συνωστιστώ | συνωστιστεί | ||
β' ενικ. | συνωστίστηκες | θα συνωστιστείς | να συνωστιστείς | συνωστίσου | ||
γ' ενικ. | συνωστίστηκε | θα συνωστιστεί | να συνωστιστεί | |||
α' πληθ. | συνωστιστήκαμε | θα συνωστιστούμε | να συνωστιστούμε | |||
β' πληθ. | συνωστιστήκατε | θα συνωστιστείτε | να συνωστιστείτε | συνωστιστείτε | ||
γ' πληθ. | συνωστίστηκαν συνωστιστήκαν(ε) |
θα συνωστιστούν(ε) | να συνωστιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συνωστιστεί | είχα συνωστιστεί | θα έχω συνωστιστεί | να έχω συνωστιστεί | συνωστισμένος | |
β' ενικ. | έχεις συνωστιστεί | είχες συνωστιστεί | θα έχεις συνωστιστεί | να έχεις συνωστιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει συνωστιστεί | είχε συνωστιστεί | θα έχει συνωστιστεί | να έχει συνωστιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συνωστιστεί | είχαμε συνωστιστεί | θα έχουμε συνωστιστεί | να έχουμε συνωστιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε συνωστιστεί | είχατε συνωστιστεί | θα έχετε συνωστιστεί | να έχετε συνωστιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συνωστιστεί | είχαν συνωστιστεί | θα έχουν συνωστιστεί | να έχουν συνωστιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συνωστισμένος - είμαστε, είστε, είναι συνωστισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συνωστισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συνωστισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συνωστισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συνωστισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συνωστισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συνωστισμένοι |