throng
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
throng | throngs |
throng (en)
- (λογοτεχνικό) το τσούρμο, το πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων
- ↪ swarms of children - τσούρμα παιδιά
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | throng |
γ΄ ενικό ενεστώτα | throngs |
αόριστος | thronged |
παθητική μετοχή | thronged |
ενεργητική μετοχή | thronging |
throng (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, λογοτεχνικό) συρρέω, συνωστίζομαι, συγκεντρώνομαι σε ένα μέρος με σκοπό να το γεμίσω
Πηγές επεξεργασία
- throng (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- throng (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 854, 903. ISBN 9780194325684., λήμμα: συνωστίζομαι, τσούρμο