↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνωστισμένος η συνωστισμένη το συνωστισμένο
      γενική του συνωστισμένου της συνωστισμένης του συνωστισμένου
    αιτιατική τον συνωστισμένο τη συνωστισμένη το συνωστισμένο
     κλητική συνωστισμένε συνωστισμένη συνωστισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνωστισμένοι οι συνωστισμένες τα συνωστισμένα
      γενική των συνωστισμένων των συνωστισμένων των συνωστισμένων
    αιτιατική τους συνωστισμένους τις συνωστισμένες τα συνωστισμένα
     κλητική συνωστισμένοι συνωστισμένες συνωστισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνωστισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συνωστίζομαι

συνωστισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία