επιφορτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπιφορτίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος επιφορτίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιφορτίζομαι | επιφορτιζόμουν(α) | θα επιφορτίζομαι | να επιφορτίζομαι | ||
β' ενικ. | επιφορτίζεσαι | επιφορτιζόσουν(α) | θα επιφορτίζεσαι | να επιφορτίζεσαι | (επιφορτίζου) | |
γ' ενικ. | επιφορτίζεται | επιφορτιζόταν(ε) | θα επιφορτίζεται | να επιφορτίζεται | ||
α' πληθ. | επιφορτιζόμαστε | επιφορτιζόμαστε επιφορτιζόμασταν |
θα επιφορτιζόμαστε | να επιφορτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | επιφορτίζεστε | επιφορτιζόσαστε επιφορτιζόσασταν |
θα επιφορτίζεστε | να επιφορτίζεστε | (επιφορτίζεστε) | |
γ' πληθ. | επιφορτίζονται | επιφορτίζονταν επιφορτιζόντουσαν |
θα επιφορτίζονται | να επιφορτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιφορτίστηκα | θα επιφορτιστώ | να επιφορτιστώ | επιφορτιστεί | ||
β' ενικ. | επιφορτίστηκες | θα επιφορτιστείς | να επιφορτιστείς | επιφορτίσου | ||
γ' ενικ. | επιφορτίστηκε | θα επιφορτιστεί | να επιφορτιστεί | |||
α' πληθ. | επιφορτιστήκαμε | θα επιφορτιστούμε | να επιφορτιστούμε | |||
β' πληθ. | επιφορτιστήκατε | θα επιφορτιστείτε | να επιφορτιστείτε | επιφορτιστείτε | ||
γ' πληθ. | επιφορτίστηκαν επιφορτιστήκαν(ε) |
θα επιφορτιστούν(ε) | να επιφορτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επιφορτιστεί | είχα επιφορτιστεί | θα έχω επιφορτιστεί | να έχω επιφορτιστεί | επιφορτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις επιφορτιστεί | είχες επιφορτιστεί | θα έχεις επιφορτιστεί | να έχεις επιφορτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει επιφορτιστεί | είχε επιφορτιστεί | θα έχει επιφορτιστεί | να έχει επιφορτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επιφορτιστεί | είχαμε επιφορτιστεί | θα έχουμε επιφορτιστεί | να έχουμε επιφορτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε επιφορτιστεί | είχατε επιφορτιστεί | θα έχετε επιφορτιστεί | να έχετε επιφορτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επιφορτιστεί | είχαν επιφορτιστεί | θα έχουν επιφορτιστεί | να έχουν επιφορτιστεί |