• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σύγκλειση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε: σύγκλειση, σύγκληση, σύγκλιση, σύγκλυση

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύγκλειση οι συγκλείσεις
      γενική της σύγκλεισης* των συγκλείσεων
    αιτιατική τη σύγκλειση τις συγκλείσεις
     κλητική σύγκλειση συγκλείσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκλείσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σύγκλειση < σύγ- + κλεί(νω) + -ση

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɡli.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐γκλει‐ση
παλιότερος συλλαβισμός : σύγ‐κλει‐ση
ομόηχα: σύγκληση, σύγκλιση, σύγκλυση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύγκλειση θηλυκό

  • (ιατρική) επαφή των δοντιών της άνω και της κάτω γνάθου

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    σύγκλειση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σύγκλειση&oldid=5516464"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 23:33

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 23:33.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας