Δείτε: σύγκλειση, σύγκληση, σύγκλιση, σύγκλυση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύγκληση οι συγκλήσεις
      γενική της σύγκλησης* των συγκλήσεων
    αιτιατική τη σύγκληση τις συγκλήσεις
     κλητική σύγκληση συγκλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύγκληση < σύγ- + κλήση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική convocation

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɡli.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐γκλη‐ση
παλιότερος συλλαβισμός: σύγ‐κλη‐ση
ομόηχα: σύγκλειση, σύγκλιση, σύγκλυση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύγκληση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία