Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
calling callings

calling (en)

  1. η αποστολή, μια έντονη επιθυμία ή αίσθημα καθήκοντος να κάνω μια συγκεκριμένη δουλειά, ειδικά αυτή στην οποία βοηθάω άλλους ανθρώπους
    ⮡  His calling in life was to reduce human suffering.
    H αποστολή του στη ζωή ήταν να απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη mission
  2. (επίσημο) η αποστολή, το επάγγελμα νομίζω ότι είναι καθήκον μου
    ⮡  Nursing is not only a profession but also a calling.
    Η περίθαλψη δεν είναι μόνον επάγγελμα αλλά και αποστολή.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

calling (en)