calling
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
calling | callings |
calling (en)
- η αποστολή, μια έντονη επιθυμία ή αίσθημα καθήκοντος να κάνω μια συγκεκριμένη δουλειά, ειδικά αυτή στην οποία βοηθάω άλλους ανθρώπους
- (επίσημο) η αποστολή, το επάγγελμα νομίζω ότι είναι καθήκον μου
- ⮡ Nursing is not only a profession but also a calling.
- Η περίθαλψη δεν είναι μόνον επάγγελμα αλλά και αποστολή.
- ⮡ Nursing is not only a profession but also a calling.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαcalling (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του call
Πηγές
επεξεργασία- calling - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 112. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποστολή